κολεκτιβισμός

κολεκτιβισμός
Πολιτικοοικονομικό σύστημα, στο οποίο οι συντελεστές παραγωγής και η διανομή των αγαθών ελέγχονται από το κοινωνικό σύνολο (κράτος, αυτόνομες κοινότητες ή συναιτεριστικές οργανώσεις) και όχι από ιδιώτες. Υπό την έννοια αυτή ο κ. είναι αντίθετος στο σύστημα του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς, όπου τα μέσα παραγωγής κατέχονται από ιδιώτες και η διανομή του πλούτου καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς. Η κολεκτιβοποίηση (ή κοινωνικοποίηση) των μέσων της παραγωγής υποστηρίζεται κυρίως από τους οπαδούς του κομουνισμού και του σοσιαλισμού (πολιτικοκοινωνικών θεωριών με τις οποίες συχνά συγχέεται ο κ.). Θέτει ως σκοπό την εξαφάνιση των συνθηκών κοινωνικής κατωτερότητας, στις οποίες βρίσκονται οι τάξεις των εργαζομένων, ενώ συγχρόνως επιθυμεί να εξασφαλίσει τον προσανατολισμό της παραγωγικής δραστηριότητας (αφού την απαλλάξει από τον ιδιοτελή έλεγχο των ιδιωτών) προς κατευθύνσεις που θεωρούνται περισσότερο σύμφωνες με το συμφέρον της ολότητας. Ο κ. μπορεί να εφαρμοστεί με διάφορες μορφές: από τις πιο περιορισμένες, που έχουν γίνει δεκτές και από τις χώρες με φιλελεύθερο καθεστώς (συνθήκες καθοδηγούμενης οικονομικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα των οργανισμών κοινής ωφελείας, που αναλαμβάνονται από συνεργατικές, δημοτικές ή εθνικοποιημένες επιχειρήσεις) έως εκείνες που χαρακτηρίζουν ειδικότερα τις χώρες της σχεδιασμένης οικονομίας (συγκέντρωση οικονομικών δραστηριοτήτων υπό τον έλεγχο του κράτους).
* * *
ο
μία από τις διάφορες μορφές κοινωνικής οργάνωσης στην οποία το άτομο είναι υποδεές σε μια κοινωνική συλλογικότητα, όπως είναι το κράτος, το φύλο ή η κοινωνική τάξη, και η οποία αποτελεί τον αντίποδα τού ατομικισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. collectivisme (γαλλ. collectif (< λατ. collectivus «συγκεντρωμένος») + -isme. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ-...].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολεκτιβισμός — ο (λ. λατ.), οικονομικοκοινωνικό σύστημα, κατά το οποίο όλα τα αγαθά αποτελούν ιδιοκτησία του κοινωνικού συνόλου και αποκλείεται κάθε ατομική ιδιοκτησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοκτησία — Όρος που αναφέρεται στην κυριότητα, το απόλυτο δικαίωμα στη χρήση και εκμετάλλευση ενός πράγματος. Η καταγωγή της έννοιας της ι. ανάγεται στην προϊστορική εποχή. Ως πηγή της πιθανολογείται η ενέργεια του ενστίκτου της άμυνας. Οι έρευνες των… …   Dictionary of Greek

  • κολλεκτιβισμός — ο βλ. κολεκτιβισμός …   Dictionary of Greek

  • Κόστα, Χοακίν — (Joaquin Costa, Μονζόν, Χουέσκα 1846 – Γκράους 1911). Ισπανός κοινωνιολόγος και δοκιμιογράφος. Καταγόταν από οικογένεια χωρικών και έζησε πολλά χρόνια φτωχός, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει κανονικές σπουδές στην ηλικία των 19 ετών. Ο Κ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Μπακούνιν, Μιχαήλ — (Τόρσοκ, Ρωσία 1814 – Βέρνη, Ελβετία 1876). Ρώσος συγγραφέας και αναρχικός ηγέτης. Καταγόταν από ρωσική αριστοκρατική οικογένεια και σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Πετρούπολης, γρήγορα όμως έφυγε από τον στρατό για να αφιερωθεί σε φιλοσοφικές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”